Ατυχής στα ολλανδικά

Μετάφραση: ατυχής, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spijtig, betreurenswaardig, ongelukkige, jammer, ongelukkig, onfortuinlijke
Ατυχής στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ατυχής

ατυχής στιγμή, ατυχής πόλεμος 1897, ατυχής πόλεμος, ατυχήσ κλιση, ατυχής μετάφραση, ατυχής λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ατυχής στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ατσάλι στα ολλανδικά - staal, zwaard, degen, stalen, van staal, ijzer-, ijzer- en
  • ατσαλένιος στα ολλανδικά - staal, zwaard, degen, een stalen, stalen, van een stalen
  • ατυχία στα ολλανδικά - ellende, nood, lijden, ongeluk, tegenslag, pech, tegenspoed, ...
  • ατόφιος στα ολλανδικά - zindelijk, louter, zuiver, puur, helder, onvermengd, rein, ...
Τυχαίες λέξεις
Ατυχής στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: spijtig, betreurenswaardig, ongelukkige, jammer, ongelukkig, onfortuinlijke