Αυθεντικός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αυθεντικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
delicadamente, autêntico, genuíno, autêntica, fé, autênticos, faz fé
Αυθεντικός στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αυθεντικός

αυθεντικός αντωνυμο, αυθεντικός τσελεμεντές, αυθεντικός συνώνυμο, αυθεντικός άνθρωπος, αυθεντικός μαραθώνιος, αυθεντικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αυθεντικός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αυθαίρετος στα πορτογαλικά - arbitrário, arbitrária, arbitrárias, arbitrários
  • αυθεντία στα πορτογαλικά - poder, autoridade, autorizações, repartição, competência, escritório, entidade, ...
  • αυθορμητισμός στα πορτογαλικά - espontaneidade, a espontaneidade, da espontaneidade, spontaneity, de espontaneidade
  • αυθόρμητος στα πορτογαλικά - patrocinar, espontâneo, unprompted, espontaneamente, não solicitada, não incitado
Τυχαίες λέξεις
Αυθεντικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: delicadamente, autêntico, genuíno, autêntica, fé, autênticos, faz fé