Αφού στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αφού, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pecar, desde, depois, após, depois de, após a, após o
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αφού
αφού περιστέρι, αφού χωρίσαμε στίχοι, αφού δεν το σηκώνεις τι το πίνεις, αφού το θες στίχοι, αφού συνώνυμα, αφού λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αφού στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αφοσίωση στα πορτογαλικά - lealdade, fidelidade, fidelização, a lealdade, de fidelidade
- αφουγκράζομαι στα πορτογαλικά - escute, escutar, ouvir, lista, bisbilhotar, espionar, espiar, ...
- αφρίζω στα πορτογαλικά - geado, espuma, sobrevoar, bolha, bolha de, da bolha, de bolha, ...
- αφρώδης στα πορτογαλικά - espumante, cintilante, sparkling, espumantes, brilhante
Τυχαίες λέξεις
Αφού στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: pecar, desde, depois, após, depois de, após a, após o
Μεταφράσεις: pecar, desde, depois, após, depois de, após a, após o