Δεσμεύω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: δεσμεύω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
enlaçar, ligamento, ligar, grilhões, grilheta, grilhão, fetter, entrave
Δεσμεύω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δεσμεύω

δεσμεύω χρήματα, δεσμεύω συνωνυμα, δεσμεύω συνώνυμα, δεσμεύω στα αγγλικά, δεσμεύω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δεσμεύω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • δεσμίδα στα πορτογαλικά - pacote, resma, de resma, resmas, ream, da resma
  • δεσμευτικός στα πορτογαλικά - obrigatório, ligação, encadernação, de ligação, vinculativo
  • δεσμοφύλακας στα πορτογαλικά - carcereiro, jailer, carcereiro de, carcereira, carcereiros
  • δεσμός στα πορτογαλικά - causa, adesão, negócio, coisa, ligação, caso, questão, ...
Τυχαίες λέξεις
Δεσμεύω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: enlaçar, ligamento, ligar, grilhões, grilheta, grilhão, fetter, entrave