Ελαφρώς στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ελαφρώς, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
levemente, farol, ligeiramente, um pouco, pouco, leve
Ελαφρώς στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ελαφρώς

ελαφρώς χτυπημένες ηλεκτρικές συσκευές, ελαφρώς μεταχειρισμένα αυτοκίνητα, ελαφρώς συνόνυμα, ελαφρώς λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ελαφρώς στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ελαφρύνω στα πορτογαλικά - atenue, atenuar, remediar, minorar, extenuar, extenuante, extenuate
  • ελαφρύς στα πορτογαλικά - desprezar, delgado, delicado, escorregar, fino, deslizar, luz, ...
  • ελαχιστοποιώ στα πορτογαλικά - minimizar, misturar, I, eu, que eu, que, me
  • ελεγεία στα πορτογαλικά - elegia, Elegy, elegia de
Τυχαίες λέξεις
Ελαφρώς στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: levemente, farol, ligeiramente, um pouco, pouco, leve