Ενδυμασία στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ενδυμασία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
veste, traje, costume, vestuário, attire, trajes, vestuário do
Ενδυμασία στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενδυμασία

ενδυμασία και μόδα, ενδυμασία συνώνυμα, ενδυμασία έκθεση α λυκείου, ενδυμασία στην αρχαία ελλάδα, ενδυμασία 80's, ενδυμασία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ενδυμασία στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ενδοτικός στα πορτογαλικά - concessivo, concessiva, concessivas, vantajosas
  • ενδοχώρα στα πορτογαλικά - hinterland, interior, sertão, interior da, do interior
  • ενδυναμώνω στα πορτογαλικά - esforçar, quadragésima, reforçar, fortalecer, fortificar, poder, força, ...
  • ενδόμυχος στα πορτογαλικά - particular, familiar, privado, íntimo, mais íntimo, íntima, mais íntima, ...
Τυχαίες λέξεις
Ενδυμασία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: veste, traje, costume, vestuário, attire, trajes, vestuário do