Estranho στα ελληνικά

Μετάφραση: estranho, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απόκοσμος, ιδιόμορφος, εξωτερικός, ξένος, αδερφή, εξωγήινος, περίεργος, μοναδικός, ενικός, ρούμι, παράξενος, αλλοδαπός, εξωτικός, αλλόκοτος, μονός, παράδοξος, παράξενη, παράξενο, περίεργο, παράξενα
Estranho στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • estrangule στα ελληνικά - ιμάντας, στραγγαλίζω, βαλβίδα, πεταλούδας, γκαζιού, γκάζι, της πεταλούδας
  • estranhar στα ελληνικά - ψιλή, πρόστιμο, αίθριος, φίνος, θαύμα, Marvel, θαυμάστε, ...
  • estrato στα ελληνικά - στρώμα, στρώματος, στιβάδας, κεράτινης, κεράτινη
  • estratégico στα ελληνικά - στρατηγικός, στρατηγικό, στρατηγικές, στρατηγικού, στρατηγική, στρατηγικών
Τυχαίες λέξεις
Estranho στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απόκοσμος, ιδιόμορφος, εξωτερικός, ξένος, αδερφή, εξωγήινος, περίεργος, μοναδικός, ενικός, ρούμι, παράξενος, αλλοδαπός, εξωτικός, αλλόκοτος, μονός, παράδοξος, παράξενη, παράξενο, περίεργο, παράξενα