Permitir στα ελληνικά
Μετάφραση: permitir, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αφήνω, άδεια, έκφραση, ενοικιάζομαι, ανέχομαι, επιτρέπω, όψη, επιτρέπουν, επιτρέπει, να επιτρέψει, επιτρέψουν, επιτρέψει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- permanência στα ελληνικά - διαμονή, παραμονή, μείνετε, μείνουν, μείνει
- permissão στα ελληνικά - επιτρέπω, άδεια, την άδεια, άδειας, άδειά, την άδειά
- permutar στα ελληνικά - διέγερση, λογομαχία, διαφωνία, συνάλλαγμα, ανταλλάσσω, ανταλλαγή, ανταλλαγής, ...
- perna στα ελληνικά - στάδιο, πόδι, σκέλος, σκέλους, ποδιού, ποδιών
Τυχαίες λέξεις
Permitir στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αφήνω, άδεια, έκφραση, ενοικιάζομαι, ανέχομαι, επιτρέπω, όψη, επιτρέπουν, επιτρέπει, να επιτρέψει, επιτρέψουν, επιτρέψει
Μεταφράσεις: αφήνω, άδεια, έκφραση, ενοικιάζομαι, ανέχομαι, επιτρέπω, όψη, επιτρέπουν, επιτρέπει, να επιτρέψει, επιτρέψουν, επιτρέψει