Επιτίθεμαι στα πορτογαλικά

Μετάφραση: επιτίθεμαι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
agredir, crise, atacar, ataque, acometer, impugnar, assaltar, abordar, assalto, lançar-se, chicotear para fora, Açoitar
Επιτίθεμαι στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιτίθεμαι

επιτίθεμαι προστακτική, επιτίθεμαι παρατατικός, επιτίθεμαι συνώνυμα, επιτίθεμαι επιτίθεσαι, επιτίθεμαι κλίση, επιτίθεμαι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, επιτίθεμαι στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • επιτήδευση στα πορτογαλικά - sofisticação, a sofisticação, sophistication, de sofisticação, da sofisticação
  • επιτήρηση στα πορτογαλικά - vigilância, fiscalização, de vigilância, supervisão, a vigilância
  • επιταγή στα πορτογαλικά - verificar, vá, verifique, consulte
  • επιτακτικός στα πορτογαλικά - forte, intensivo, intenso, oficial, autorizado, competente, autoritário, ...
Τυχαίες λέξεις
Επιτίθεμαι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: agredir, crise, atacar, ataque, acometer, impugnar, assaltar, abordar, assalto, lançar-se, chicotear para fora, Açoitar