Impugnar στα ελληνικά

Μετάφραση: impugnar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντικρούω, ορμή, επιτίθεμαι, αναιρώ, θεωρώ, επιδρομή, επίθεση, αμφισβητούν, αμφισβήτηση, στρέφεται κατά, στρέφεται κατά των
Impugnar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • imprimir στα ελληνικά - τυπογράφος, τυπώνω, εμπριμέ, εκτύπωση, εκτυπώσετε, εκτυπώστε, να εκτυπώσετε, ...
  • improvisar στα ελληνικά - αυτοσχεδιάζω, αυτοσχεδιάζουν, αυτοσχεδιάσει, αυτοσχεδιάσουν, αυτοσχεδιάζει
  • impulso στα ελληνικά - σπρώξιμο, σπρώχνω, ορμή, ώθηση, παρόρμηση, ώθησης, ώσης, ...
  • imputar στα ελληνικά - σε, αποδίδω, καταλογίσει, καταλόγισε, καταλογίσει την, εμφάνισης τεκμαρτού
Τυχαίες λέξεις
Impugnar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντικρούω, ορμή, επιτίθεμαι, αναιρώ, θεωρώ, επιδρομή, επίθεση, αμφισβητούν, αμφισβήτηση, στρέφεται κατά, στρέφεται κατά των