Ευπροσήγορος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ευπροσήγορος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
civil, fácil, facile, f�il, simplista, dócil
Ευπροσήγορος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευπροσήγορος

ευπροσήγορος λεξικο, ευπροσήγορος ετυμολογία, ευπροσήγοροσ τι σημαινει, ευπροσήγορος προταση, ευπροσήγορος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ευπροσήγορος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ευπρεπέστατα στα πορτογαλικά - apropriado, efprepestata
  • ευπρεπής στα πορτογαλικά - apropriado, hélice, decente, decoroso, conveniente, seemly, correto
  • ευπρόσιτος στα πορτογαλικά - acessível, facilmente acessível, facilmente acessíveis, de fácil acesso, fácil acesso, facilmente acessível a
  • ευρέως στα πορτογαλικά - largamente, amplamente, muito, extensamente, ampla
Τυχαίες λέξεις
Ευπροσήγορος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: civil, fácil, facile, f�il, simplista, dócil