Εύχρηστος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: εύχρηστος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acessível, belo, formoso, considerável, conveniente, útil, prático, calhar
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εύχρηστος
εύχρηστος συνώνυμα, εύχρηστος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εύχρηστος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εύφλεκτος στα πορτογαλικά - inflamável, chama, inflamáveis, flammable, Facilmente inflamável
- εύχομαι στα πορτογαλικά - pretender, sábio, querer, desejo, pretensão, desejar, anseio, ...
- ζάρα στα πορτογαλικά - calha, rego, sulco, enrugamento, turba, montão, franzir, ...
- ζάρια στα πορτογαλικά - dado, diário, dados, dice, dos dados, dados de
Τυχαίες λέξεις
Εύχρηστος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: acessível, belo, formoso, considerável, conveniente, útil, prático, calhar
Μεταφράσεις: acessível, belo, formoso, considerável, conveniente, útil, prático, calhar