Εύχρηστος στα ολλανδικά

Μετάφραση: εύχρηστος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
doelmatig, gemakkelijk, geschikt, handig, handige, pas, van pas, hand
Εύχρηστος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εύχρηστος

εύχρηστος συνώνυμα, εύχρηστος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εύχρηστος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εύφλεκτος στα ολλανδικά - brandbaar, licht ontvlambaar, brandbare, ontvlambaar, ontvlambare
  • εύχομαι στα ολλανδικά - zin, willen, verkiezen, verlangen, zucht, lust, wens, ...
  • ζάρα στα ολλανδικά - frons, vouw, zog, rimpel, vore, rimpelen, voor, ...
  • ζάρια στα ολλανδικά - dobbelen, dobbelspel, dobbelstenen, dobbel, dobbelsteen
Τυχαίες λέξεις
Εύχρηστος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: doelmatig, gemakkelijk, geschikt, handig, handige, pas, van pas, hand