Θαμώνας στα πορτογαλικά
Μετάφραση: θαμώνας, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
freqüentador habitual, habitué, habitue, frequentador
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θαμώνας
θαμώνας συνώνυμο, θαμώνας λεξικό, θαμώνας λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, θαμώνας στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- θαμπός στα πορτογαλικά - obtuso, diluído, ofuscar, escuro, esteira, tapete, esteira de, ...
- θαμπώνω στα πορτογαλικά - deslumbrar, dia, cego, cortina, bloquear, obcecar, cegar, ...
- θανάσιμος στα πορτογαλικά - indivíduo, pessoa, sujeito, personagem, mortal, mortalmente, mortais, ...
- θανατηφόρα στα πορτογαλικά - fatal, fatais, mortal
Τυχαίες λέξεις
Θαμώνας στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: freqüentador habitual, habitué, habitue, frequentador
Μεταφράσεις: freqüentador habitual, habitué, habitue, frequentador