Κέρδος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: κέρδος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
perfil, lucros, lucro, proveito, vantagem, lucrar, de lucro, o lucro, fins lucrativos
Κέρδος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κέρδος

κέρδος στο internet, κέρδος ομόλογα, κέρδοσ επί πτωμάτων, κέρδος φαρμακείου, κέρδος ορισμός, κέρδος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κέρδος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • κέντρο στα πορτογαλικά - centro, centrar, centro de, center, central, centro da
  • κέρασμα στα πορτογαλικά - medicar, agenciar, deleite, guloseima, acepipe, tratar, parlamentar, ...
  • κέρμα στα πορτογαλικά - moeda, moedas, moeda de, coin, de moedas
  • κέρσορας στα πορτογαλικά - cursor, do cursor, cursor de, cursor do, cursor para
Τυχαίες λέξεις
Κέρδος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: perfil, lucros, lucro, proveito, vantagem, lucrar, de lucro, o lucro, fins lucrativos