Κατηφορίζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: κατηφορίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
declives, declive, ladeira, encosta, rampa, vertente, inclinação, ir para baixo, ir ladeira abaixo, desça a ladeira, downhill, desça a colina
Κατηφορίζω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατηφορίζω

κατηφορίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κατηφορίζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • κατηγορούμενος στα πορτογαλικά - defender, acusado, réu, defenda, acusados, acusou, acusada, ...
  • κατηγορώ στα πορτογαλικά - inculpar, denunciar, alegar, culpar, acusar, arguir, culpa, ...
  • κατοικήσιμος στα πορτογαλικά - habitável, habitáveis, habitabilidade, habitável Preço, habitable
  • κατοικία στα πορτογαλικά - domicílio, reservar, habitação, residência, lar, aposento, morada, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατηφορίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: declives, declive, ladeira, encosta, rampa, vertente, inclinação, ir para baixo, ir ladeira abaixo, desça a ladeira, downhill, desça a colina