Κατηφορίζω στα δανικά
Μετάφραση: κατηφορίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
skråning, hældning, skrænt, gå ned ad bakke, gå nedad, ned ad bakke
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατηφορίζω
κατηφορίζω λεξικό γλώσσας δανικά, κατηφορίζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- κατηγορούμενος στα δανικά - anklagede, anklaget, beskyldt, tiltalte, beskyldte
- κατηγορώ στα δανικά - anklage, skylden, skyld, skyde skylden
- κατοικήσιμος στα δανικά - beboelige, beboelig, opholdsforhold, beboeligt
- κατοικία στα δανικά - lejlighed, hjem, bopæl, bolig, hus, House, huset, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατηφορίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: skråning, hældning, skrænt, gå ned ad bakke, gå nedad, ned ad bakke
Μεταφράσεις: skråning, hældning, skrænt, gå ned ad bakke, gå nedad, ned ad bakke