Λάπαθο στα πορτογαλικά
Μετάφραση: λάπαθο, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
doca, prescindir, alazão, sorrel, azeda, do sorrel, da azeda
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λάπαθο
λάπαθο συνταγές, οροπέδιο λάπαθο, λάπαθο βικιπαίδεια, λάπαθο λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, λάπαθο στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- λάμπω στα πορτογαλικά - mudança, fulgir, resplandecer, brilhar, reluzir, luzir, brilho, ...
- λάμψη στα πορτογαλικά - luva, ardor, abrasar, fulgor, brilho, brilhar, Equipamento para engraxar os, ...
- λάρνακα στα πορτογαλικά - santuário, relicário, santuário de, shrine, templo
- λάσκος στα πορτογαλικά - frouxo, laço, Laskos
Τυχαίες λέξεις
Λάπαθο στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: doca, prescindir, alazão, sorrel, azeda, do sorrel, da azeda
Μεταφράσεις: doca, prescindir, alazão, sorrel, azeda, do sorrel, da azeda