Λερωμένος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: λερωμένος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sujar, sujo, enlameada, bedraggled, enlameado, esfarrapada
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λερωμένος
λερωμένος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, λερωμένος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- λεπτός στα πορτογαλικά - brando, grácil, meigo, mimoso, delicado, fino, leve, ...
- λεπτότητα στα πορτογαλικά - acepipe, guloseima, finura, fineza, delicadeza, pureza, fineness
- λερώνω στα πορτογαλικά - besuntar, besmear, sujar
- λευκαντικό στα πορτογαλικά - alvejante, lixívia, água sanitária, bleach, branqueador
Τυχαίες λέξεις
Λερωμένος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: sujar, sujo, enlameada, bedraggled, enlameado, esfarrapada
Μεταφράσεις: sujar, sujo, enlameada, bedraggled, enlameado, esfarrapada