Λερωμένος στα τούρκικα

Μετάφραση: λερωμένος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hapa, pis, kirli, bedraggled, bakımsız, dağınık, çamurlanmış
Λερωμένος στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λερωμένος

λερωμένος λεξικό γλώσσας τούρκικα, λερωμένος στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • λεπτός στα τούρκικα - ince, hassas, zarif, zayıf, önemsiz, ince bir, hafif
  • λεπτότητα στα τούρκικα - incelik, inceliği, inceliğinin, inceliğe
  • λερώνω στα τούρκικα - kirletmek, besmear, bulaştırmak, pisletmek, karalamak
  • λευκαντικό στα τούρκικα - beyazlatmak, ağartmak, ağartıcı, ağartma, ağartma maddesi, çamaşır suyu, beyazlatma
Τυχαίες λέξεις
Λερωμένος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: hapa, pis, kirli, bedraggled, bakımsız, dağınık, çamurlanmış