Ληστεία στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ληστεία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
roubo, assalto, extorsão, roubos, robbery
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ληστεία
ληστεία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ληστεία στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- λησμονιά στα πορτογαλικά - esquecimento, o esquecimento, forgetfulness, esquecimentos, do esquecimento
- ληστής στα πορτογαλικά - roubar, ladrão, bandido, salteador, assaltante, ladrão de, assaltante de
- ληστεύω στα πορτογαλικά - rugir, saltear, pilhar, roubar, rugido, assaltar, Rob, ...
- λιάζομαι στα πορτογαλικά - aquecer, bask, relaxar, aproveitar, gozar
Τυχαίες λέξεις
Ληστεία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: roubo, assalto, extorsão, roubos, robbery
Μεταφράσεις: roubo, assalto, extorsão, roubos, robbery