Μεγάθυμος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: μεγάθυμος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
magnanimousness
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μεγάθυμος
μεγάθυμος λεξικο, μεγάθυμος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μεγάθυμος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- με στα πορτογαλικά - com, bruxa, talvez, com o, com a, de
- μείωση στα πορτογαλικά - rebater, descontinuar, desconto, abaixar, decrescer, abatimento, enfraquecimento, ...
- μεγάλος στα πορτογαλικά - longo, magno, maiúsculo, eminente, gramática, só, excelente, ...
- μεγάφωνο στα πορτογαλικά - alto-falante, altifalante, altifalantes, loudspeaker, do altifalante
Τυχαίες λέξεις
Μεγάθυμος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: magnanimousness
Μεταφράσεις: magnanimousness