Elevado στα ελληνικά

Μετάφραση: elevado, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεγαλειώδης, περήφανος, ψηλός, υπερόπτης, μεγαλοπρεπής, καμαρωτός, υψηλός, ψηλά, υψηλής, υψηλή, υψηλό
Elevado στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • elemento στα ελληνικά - συντελεστής, εξάρτημα, στοιχείο, συστατικός, στοιχειώδης, παράγοντας, στοιχείου, ...
  • eles στα ελληνικά - αυτές, πυκνός, αυτούς, θέμα, αυτά, αυτοί, που, ...
  • elevador στα ελληνικά - φωτίζω, έντεκα, φωτερός, ανάβω, ασανσέρ, ξανθός, υψώνω, ...
  • elevar στα ελληνικά - σηκώνω, αγρόκτημα, πισινός, υψώνω, αναστηλώνω, ανατρέφω, προσκομίζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Elevado στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεγαλειώδης, περήφανος, ψηλός, υπερόπτης, μεγαλοπρεπής, καμαρωτός, υψηλός, ψηλά, υψηλής, υψηλή, υψηλό