Μειονέκτημα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: μειονέκτημα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desacostumar, desvantagem, desvantagens, inconveniente, desvantagem de, prejuízo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μειονέκτημα
μειονέκτημα συνώνυμο, μειονέκτημα english, μειονέκτημα τησ χρηματοδοτικήσ μίσθωσησ είναι, μειονέκτημα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μειονέκτημα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- μεθόριος στα πορτογαλικά - abeirar, margem, fronteira, beira, limite, borda, fronteiras, ...
- μεθύστακας στα πορτογαλικά - beberrão, rummy, rummy de, do rummy, o rummy
- μειοψηφία στα πορτογαλικά - minorias, menoridade, minoria, minoritária, minoritário, minoritários, minority
- μειώνομαι στα πορτογαλικά - pender, inclinação, gota, gastar, dimensão, pingo, cair, ...
Τυχαίες λέξεις
Μειονέκτημα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: desacostumar, desvantagem, desvantagens, inconveniente, desvantagem de, prejuízo
Μεταφράσεις: desacostumar, desvantagem, desvantagens, inconveniente, desvantagem de, prejuízo