Προθυμία στα πορτογαλικά
Μετάφραση: προθυμία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
avidez, boa vontade, vontade, disposição, disponibilidade, desejo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προθυμία
προθυμία μετάφραση, προθυμία francais, προθυμία συνωνυμα, προθυμία συνώνυμο, προθυμία πληρωμήσ, προθυμία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, προθυμία στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- προηγούμενος στα πορτογαλικά - antecedente, precaver, evitar, prevenir, precedente, anterior, prévio, ...
- προθάλαμος στα πορτογαλικά - vestíbulo, vestibule, do vestíbulo, vestíbulos, vestibulo
- προικίζω στα πορτογαλικά - endossante, dotar, dote, Dower, dom natural, o dote, da viúva
- προικισμένος στα πορτογαλικά - dotado, talentoso, prendado, dotados, talentosa
Τυχαίες λέξεις
Προθυμία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: avidez, boa vontade, vontade, disposição, disponibilidade, desejo
Μεταφράσεις: avidez, boa vontade, vontade, disposição, disponibilidade, desejo