Προσχωρώ στα πορτογαλικά

Μετάφραση: προσχωρώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
afiliar, sucursal, filial, aderir, aceder, adesão, aderirem, aderirá
Προσχωρώ στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσχωρώ

προχωρώ συνώνυμα, προσχωρώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, προσχωρώ στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • προσφορά στα πορτογαλικά - ofertar, ofensivo, oferta, propor, apresentar, oferecer, proposta, ...
  • προσχωματικός στα πορτογαλικά - aluvial, aluvião, aluviais, aluvionar, de aluvião
  • προσχώνω στα πορτογαλικά - conduta, depósito, sedimento, sedimentos, consignar, comportamento, depositar, ...
  • προσχώρηση στα πορτογαλικά - ascensão, adesão, a adesão, de adesão, da adesão
Τυχαίες λέξεις
Προσχωρώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: afiliar, sucursal, filial, aderir, aceder, adesão, aderirem, aderirá