Ρέω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ρέω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fluxo, riacho, raia, fluir, ribeiro, corrente, afluir, córrego, manar, floresça, correr, fluem, de fluxo, flua
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ρέω
ρέω αρχικοί χρόνοι, ρέω συνώνυμα, ρέω γραμματική, εκδόσεις ρέω, ρέω έρεα, ρέω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ρέω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ρέλι στα πορτογαλικά - limite, margem, raiar, fronteira, bainha, fronteiras, abeirar, ...
- ρέψιμο στα πορτογαλικά - arrotar, arrotos, arrotando, arroto, arrota
- ρήγας στα πορτογαλικά - rei, bondade, king, o rei
- ρήγμα στα πορτογαλικά - ruptura, brecha, romper, fenda, racha, Rift, falha
Τυχαίες λέξεις
Ρέω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: fluxo, riacho, raia, fluir, ribeiro, corrente, afluir, córrego, manar, floresça, correr, fluem, de fluxo, flua
Μεταφράσεις: fluxo, riacho, raia, fluir, ribeiro, corrente, afluir, córrego, manar, floresça, correr, fluem, de fluxo, flua