Ρέω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ρέω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
течение, тека, поток, дебит, потока, тече, на потока
Ρέω στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ρέω

ρέω αρχικοί χρόνοι, ρέω συνώνυμα, ρέω γραμματική, εκδόσεις ρέω, ρέω έρεα, ρέω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ρέω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ρέλι στα βουλγαρικά - граница, връзка от жизнено значение, спасително въже, жизнено значение, въже, спасителен пояс
  • ρέψιμο στα βουλγαρικά - рогата, оригване, бълващ, бълващите, бълваше, бълват
  • ρήγας στα βουλγαρικά - цар, Кинг, King, крал, кралски
  • ρήγμα στα βουλγαρικά - пролом, разрив, пукнатина, цепнатина, спор
Τυχαίες λέξεις
Ρέω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: течение, тека, поток, дебит, потока, тече, на потока