Austero στα ελληνικά
Μετάφραση: austero, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυστηρός, σοβαρός, δριμύς, σέρτικος, απέριττος, λιτός, αυστηρό, λιτό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- auscultar στα ελληνικά - ήχος, σούπα, φωνή, γερός, auscultate
- ausente στα ελληνικά - απών, απουσιάζει, απούσα, απουσιάζουν, απουσίας
- austral στα ελληνικά - μεσημβρινός, νότος, νότιος, νότια, νότιο, νότιας, νότιες
- ausência στα ελληνικά - απουσία, ελλείψει, απουσίας, έλλειψη, χωρίς
Τυχαίες λέξεις
Austero στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυστηρός, σοβαρός, δριμύς, σέρτικος, απέριττος, λιτός, αυστηρό, λιτό
Μεταφράσεις: αυστηρός, σοβαρός, δριμύς, σέρτικος, απέριττος, λιτός, αυστηρό, λιτό