Elemento στα ελληνικά

Μετάφραση: elemento, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συντελεστής, εξάρτημα, στοιχείο, συστατικός, στοιχειώδης, παράγοντας, στοιχείου, στοιχείων, στοιχεία, το στοιχείο
Elemento στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • eleja στα ελληνικά - εκλέγω, εκλεκτός, εκλεγέντα, εκλεγείς, εκλεγέντος, εκλεκτούς
  • elementar στα ελληνικά - στοιχειώδης, ελέφαντας, στοιχειώδη, δημοτικό, στοιχειώδεις, στοιχειώδες
  • eles στα ελληνικά - αυτές, πυκνός, αυτούς, θέμα, αυτά, αυτοί, που, ...
  • elevado στα ελληνικά - μεγαλειώδης, περήφανος, ψηλός, υπερόπτης, μεγαλοπρεπής, καμαρωτός, υψηλός, ...
Τυχαίες λέξεις
Elemento στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συντελεστής, εξάρτημα, στοιχείο, συστατικός, στοιχειώδης, παράγοντας, στοιχείου, στοιχείων, στοιχεία, το στοιχείο