Συνεργός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: συνεργός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acessório, secundário, anexo, auxiliar, instigador, cúmplice, abettor
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνεργός
άμεσος συνεργός, συνεργείο αγγλικά, συνεργόσ συνώνυμα, απλός συνεργός, συνεργός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συνεργός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- συνεργάτης στα πορτογαλικά - contribuidor, contribuinte, colaborador, membro, contribuidor de
- συνεργασία στα πορτογαλικά - cooperação, a cooperação, colaboração, de cooperação, da cooperação
- συνεσταλμένος στα πορτογαλικά - timorato, obturador, tímido, horário, tímida, tímidos, tímidas, ...
- συνετά στα πορτογαλικά - sabiamente, com sabedoria, sabedoria, sàbiamente, sábia
Τυχαίες λέξεις
Συνεργός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: acessório, secundário, anexo, auxiliar, instigador, cúmplice, abettor
Μεταφράσεις: acessório, secundário, anexo, auxiliar, instigador, cúmplice, abettor