Acessório στα ελληνικά

Μετάφραση: acessório, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δευτερεύων, υποβοηθητικός, βοηθητικός, επικουρικός, θυγατρική, συνεργός, συμπλήρωμα, αναπληρωτής, αξεσουάρ, εξάρτημα, εξαρτήματος, βοηθητικά, εξαρτημάτων
Acessório στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • acesso στα ελληνικά - ανάδειξη, προώθηση, προσπέλαση, προαγωγή, πρόσβαση, πρόσβασης, την πρόσβαση, ...
  • acessível στα ελληνικά - πρόχειρος, εύχρηστος, ευπρόσιτος, απαγχονίζω, διαθέσιμος, διαθέσιμα, διαθέσιμες, ...
  • acessórios στα ελληνικά - αξεσουάρ, εξαρτήματα, εξαρτημάτων, τα εξαρτήματα, εξαρτήματά
  • acetinar στα ελληνικά - ημερολόγιο, μάγγανο, κατακρεουργώ, ξεσχίζω, μάγγανου, σιδερωτήριο
Τυχαίες λέξεις
Acessório στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δευτερεύων, υποβοηθητικός, βοηθητικός, επικουρικός, θυγατρική, συνεργός, συμπλήρωμα, αναπληρωτής, αξεσουάρ, εξάρτημα, εξαρτήματος, βοηθητικά, εξαρτημάτων