Anexo στα ελληνικά
Μετάφραση: anexo, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνεργός, συνδέω, υποβοηθητικός, συμπλήρωμα, θυγατρική, αναπληρωτής, επισυνάπτω, επικουρικός, βοηθητικός, παράρτημα, παραρτήματος, το παράρτημα, του παραρτήματος, παράρτη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anel στα ελληνικά - μάτι, ξεπλένω, δαχτυλίδι, δακτυλίδι, δακτύλιος, δακτυλίου, δακτύλιο, ...
- anexar στα ελληνικά - αποδίδουν, επισυνάψετε, συνδέστε, επισυνάπτει, συνδέσετε
- anfitrião στα ελληνικά - φιλοξενώ, όμηρος, οικοδεσπότης, υποδοχής, ξενιστή, ξενιστής, ξενιστών
- angustiar στα ελληνικά - θλίψη, καημός, ατυχία, αγωνία, δυστυχία, απελπισία, δυσφορίας
Τυχαίες λέξεις
Anexo στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνεργός, συνδέω, υποβοηθητικός, συμπλήρωμα, θυγατρική, αναπληρωτής, επισυνάπτω, επικουρικός, βοηθητικός, παράρτημα, παραρτήματος, το παράρτημα, του παραρτήματος, παράρτη
Μεταφράσεις: συνεργός, συνδέω, υποβοηθητικός, συμπλήρωμα, θυγατρική, αναπληρωτής, επισυνάπτω, επικουρικός, βοηθητικός, παράρτημα, παραρτήματος, το παράρτημα, του παραρτήματος, παράρτη