Τριβή στα πορτογαλικά
Μετάφραση: τριβή, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abrasão, desafinar, fricção, afligir, raspadura, desgaste, atrito, de atrito, de fricção, o atrito
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τριβή
τριβή φυσική, τριβή ολίσθησης, τριβή και αυτοκίνητο, τριβή σε κεκλιμένο επίπεδο, τριβή ε δημοτικού, τριβή λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, τριβή στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- τριάντα στα πορτογαλικά - trigésima, trinta, de trinta, Trigésimo, meia, trinta e
- τριαντάφυλλο στα πορτογαλικά - rosa, aumentou, subiu, rose
- τριβελίζω στα πορτογαλικά - brocar, perfurar, furar, brocas, trivelizo
- τριγυρίζω στα πορτογαλικά - vadiar, vagueie, errar, vagabundear, nogueira, vaguear, perambular, ...
Τυχαίες λέξεις
Τριβή στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: abrasão, desafinar, fricção, afligir, raspadura, desgaste, atrito, de atrito, de fricção, o atrito
Μεταφράσεις: abrasão, desafinar, fricção, afligir, raspadura, desgaste, atrito, de atrito, de fricção, o atrito