Obedecer στα ελληνικά

Μετάφραση: obedecer, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντικείμενο, υπακούω, αντιτείνω, υπακούουν, υπακούσει, υπακούσουν, υπακούν
Obedecer στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • o στα ελληνικά - αυτό, νεαρός, νεότητα, ο, η, το, την, ...
  • obcecar στα ελληνικά - τυφλός, θαμπώνω, βασανίζω, βασανίσω, επιμένετε, κατακυριεύω, να βασανίζω
  • obedeça στα ελληνικά - αντικείμενο, αντιτείνω, υπακούω, υπακούουν, υπακούσει, υπακούσουν, υπακούν
  • obediente στα ελληνικά - υπάκουος, πειθήνιος, υπάκουοι, υπάκουο, υπάκουη, υπάκουα
Τυχαίες λέξεις
Obedecer στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντικείμενο, υπακούω, αντιτείνω, υπακούουν, υπακούσει, υπακούσουν, υπακούν