Χώμα στα πορτογαλικά

Μετάφραση: χώμα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
solo, terra, sério, chão, do solo, solos, de solo
Χώμα στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: χώμα

χώμα για κήπους, χώμα για κάκτους, χώμα ονειροκριτης, χώμα στα αγγλικά, χώμα και νερό (1999), χώμα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, χώμα στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • χόρτο στα πορτογαλικά - agarrar, grama, aferrar, erva, ervas, tomar, aperto, ...
  • χύνω στα πορτογαλικά - aranha, derramamento, derramar, verter, barracão, derramado, derramou
  • χώνεψη στα πορτογαλικά - sumário, digerir, digestão, a digestão, de digestão, digest�, digestão de
  • χώνομαι στα πορτογαλικά - insignificante, insinuar, insinue, aconchegar, snuggle, do Snuggle, is a snuggle, ...
Τυχαίες λέξεις
Χώμα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: solo, terra, sério, chão, do solo, solos, de solo