Χώμα στα δανικά
Μετάφραση: χώμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
jord, land, jorden, jordbunden, jordens, jordbund
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χώμα
χώμα για κήπους, χώμα για κάκτους, χώμα ονειροκριτης, χώμα στα αγγλικά, χώμα και νερό (1999), χώμα λεξικό γλώσσας δανικά, χώμα στα δανικά
Μεταφράσεις
- χόρτο στα δανικά - græs, græsset, græsgrøn, grass, grønt
- χύνω στα δανικά - fald, kaste, stald, skur, udgydt, kastet
- χώνεψη στα δανικά - fordøjelse, fordøjelsen, spaltning, nedbrydning, udrådning
- χώνομαι στα δανικά - snuggle, putte, putte sig, i Snuggle
Τυχαίες λέξεις
Χώμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: jord, land, jorden, jordbunden, jordens, jordbund
Μεταφράσεις: jord, land, jorden, jordbunden, jordens, jordbund