Ψωνίζω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ψωνίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lojas, oficina, tiro, armazém, atelier, venda, loja, loja de, da loja, loja do
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ψωνίζω
ψωνίζω συνετά δεν σκορπάω τα λεφτά, ψωνίζω ελληνικά, ψωνίζω άρα υπάρχω βιβλίο, ψωνίζω ρούχα online, ψωνίζω online, ψωνίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ψωνίζω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ψωμάκι στα πορτογαλικά - volver, papel, rolo, enrolar, pãozinho, rolo de, do rolo, ...
- ψωμί στα πορτογαλικά - pão, o pão, de pão, pão de, pães
- ψύξη στα πορτογαλικά - frio, congelação, resfriamento, arrefecimento, refrigeração, de arrefecimento, de refrigeração
- ψώνια στα πορτογαλικά - compras, compra, comercial, de compras, de compra
Τυχαίες λέξεις
Ψωνίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: lojas, oficina, tiro, armazém, atelier, venda, loja, loja de, da loja, loja do
Μεταφράσεις: lojas, oficina, tiro, armazém, atelier, venda, loja, loja de, da loja, loja do