Вымученный στα ελληνικά

Μετάφραση: вымученный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοπιαστικός, καταβεβλημένος, πολύμοχθος, βαρύς, δούλευαν, εργώδη, δυσκολία στην, κοπιώδης
Вымученный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вымочить στα ελληνικά - εμποτίζω, απότομος, απόκρημνος, μουσκεύω, απολαύστε, μουλιάσει, απορροφούν, ...
  • вымпел στα ελληνικά - σήμα, επισείοντα, σημαία, επισείων, επισείοντος
  • вымывать στα ελληνικά - πλύνω, πλένω, ξεπλένω, ξεπλύνετε, πλύνετέ τα, ξεπλύνει, πλύνετέ
  • вымысел στα ελληνικά - γούστο, γουστάρω, φανταστικός, κείμαι, προτίμηση, ψεύδομαι, εφεύρεση, ...
Τυχαίες λέξεις
Вымученный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοπιαστικός, καταβεβλημένος, πολύμοχθος, βαρύς, δούλευαν, εργώδη, δυσκολία στην, κοπιώδης