Περιπατητής στα ρωσικά
Μετάφραση: περιπατητής, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ходок, ходунок, уэльсец, турист, скороход, ходунки, Уокер, Walker, Уолкер
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περιπατητής
περιπατητής σκύλων, περιπατητής λεξικό γλώσσας ρωσικά, περιπατητής στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- περιπέτεια στα ρωσικά - похождение, риск, случай, приключение, приключения, приключенческие, приключений, ...
- περιπαιχτικός στα ρωσικά - издевательский, насмешливый, насмехаться, peripaichtikos
- περιπατητικός στα ρωσικά - перемещающийся, амбулаторный, аннулированным, блуждающий, передвижной, ходячий, амбулаторно, ...
- περιπλέκω στα ρωσικά - усложнить, осложнять, усложнять, осложнить, Perplex
Τυχαίες λέξεις
Περιπατητής στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: ходок, ходунок, уэльсец, турист, скороход, ходунки, Уокер, Walker, Уолкер
Μεταφράσεις: ходок, ходунок, уэльсец, турист, скороход, ходунки, Уокер, Walker, Уолкер