Τασάκι στα ρωσικά
Μετάφραση: τασάκι, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пепельница, пепельницы, пепельницу, пепельницей
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τασάκι
τασάκι τουρκικα, τασάκι ονειροκρίτης, τασάκι bar, τασάκι παραλίας, τασάκι που ρουφάει τον καπνό, τασάκι λεξικό γλώσσας ρωσικά, τασάκι στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- ταριχεύω στα ρωσικά - ссыхаться, мумифицировать, бальзамировать, наполнять, рассол, соус, пропойца, ...
- ταρσικός στα ρωσικά - преплюсневой, предплюсневого, тарзальной, лапок, предплюсневому
- ταυτίζω στα ρωσικά - опознать, обозначать, устанавливать, солидаризироваться, именовать, определять, отождествить, ...
- ταυτότητα στα ρωσικά - тождественность, личность, выяснение, одинаковость, определение, удостоверение, идентичность, ...
Τυχαίες λέξεις
Τασάκι στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: пепельница, пепельницы, пепельницу, пепельницей
Μεταφράσεις: пепельница, пепельницы, пепельницу, пепельницей