Τσιτσιρίζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: τσιτσιρίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
опікати, шипіння, обпалювати, спопеляти, сичати, чірікать, цвірінькати, Щебетати, цвірінчати
Τσιτσιρίζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τσιτσιρίζω

τσιτσιρίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, τσιτσιρίζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • τσιπ στα ουκρανικά - відломлюватися, відламуватися, колоти, чіп, чип
  • τσιράκι στα ουκρανικά - слабе, слабке, співпрацівник, співробітник, міньйон, міньон, миньон
  • τσιτώνω στα ουκρανικά - ціноутворення, вартість, tsitono
  • τσιφλικάς στα ουκρανικά - поміщик, зброєносець, зброєноша, чоловік ніс, джура, його зброєноша
Τυχαίες λέξεις
Τσιτσιρίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: опікати, шипіння, обпалювати, спопеляти, сичати, чірікать, цвірінькати, Щебетати, цвірінчати