Εξάρτημα στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: εξάρτημα, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
компонента, компонентата, компоненти, дел, составен дел
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξάρτημα
εξάρτημα χορτοκοπτικού μεγίστης αποδόσεως, εξάρτημα κρεατομηχανής (για chef – major) at950b, εξάρτημα συνώνυμο, εξάρτημα κρεατομηχανής (για chef – major) at950b τιμη, εξάρτημα handsfree για ασύρματα τηλέφωνα, εξάρτημα λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, εξάρτημα στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- εξάπτω στα σλαβομακεδονικά - возбуди, се возбуди, восхитување, возбудуваат, возбудува
- εξάρθρωση στα σλαβομακεδονικά - дислокација, дислоцирање, дислокацијата, дислокација на, преместувањето
- εξάρτηση στα σλαβομακεδονικά - зависноста, зависност, зависност од, зависноста на, на зависноста
- εξάτμιση στα σλαβομακεδονικά - испарување, испарувањето, испарувањето на водата, испарување на, испарувањето на
Τυχαίες λέξεις
Εξάρτημα στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: компонента, компонентата, компоненти, дел, составен дел
Μεταφράσεις: компонента, компонентата, компоненти, дел, составен дел