Εξάρτημα στα τούρκικα

Μετάφραση: εξάρτημα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
eleman, parça, öğe, hisse, pay, bileşen, bileşeni, bileşenli, komponent
Εξάρτημα στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξάρτημα

εξάρτημα χορτοκοπτικού μεγίστης αποδόσεως, εξάρτημα κρεατομηχανής (για chef – major) at950b, εξάρτημα συνώνυμο, εξάρτημα κρεατομηχανής (για chef – major) at950b τιμη, εξάρτημα handsfree για ασύρματα τηλέφωνα, εξάρτημα λεξικό γλώσσας τούρκικα, εξάρτημα στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • εξάπτω στα τούρκικα - heyecanlandırmak, tahrik, excite, heyecanlandırıyor, heyecanlandıracak
  • εξάρθρωση στα τούρκικα - çıkık, çıkığı, dislokasyon, dislokasyonu, kayma
  • εξάρτηση στα τούρκικα - bağımlılık, bağımlılığı, bağlılığı, bağımlı, bağımlılığının
  • εξάτμιση στα τούρκικα - tüketmek, yormak, bitirmek, buharlaşma, buharlaştırma, evaporasyon, buharlaşması, ...
Τυχαίες λέξεις
Εξάρτημα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: eleman, parça, öğe, hisse, pay, bileşen, bileşeni, bileşenli, komponent