Μανιακός στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: μανιακός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
манијак, манијакот, луди, манијакалниот
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μανιακός
μανιακός εγώ ειμί το φως download, μανιακός - αθήνα 2000 στιχοι, μανιακός τα όνειρα μας στίχοι, μανιακός εγώ ειμί το φως, μανιακός - αθήνα 2000, μανιακός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, μανιακός στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- μανδύας στα σλαβομακεδονικά - мантија, мантијата, наметка, обвивката, наметката
- μανεκέν στα σλαβομακεδονικά - Манекен, кукла
- μανιασμένος στα σλαβομακεδονικά - диво, диво се, мавташе, неконтролирано
- μανιβέλα στα σλαβομακεδονικά - чудак, курбла, нестабилен, рачка, рачката
Τυχαίες λέξεις
Μανιακός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: манијак, манијакот, луди, манијакалниот
Μεταφράσεις: манијак, манијакот, луди, манијакалниот