Ουραίο στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: ουραίο, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
опашка, каудално, каудалниот
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ουραίο
κινητό ουραίο, ουραίο πτερύγιο, ουραίο λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ουραίο στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- ουδέτερος στα σλαβομακεδονικά - неутрална, неутрален, неутрални, неутралните, неутрално
- ουρά στα σλαβομακεδονικά - опашката, опашка, опаш, на опашката, фар
- ουρανίσκος στα σλαβομακεδονικά - непцето, непце, на непцето, непцата, вкус
- ουρανός στα σλαβομακεδονικά - небото, небо, на небото
Τυχαίες λέξεις
Ουραίο στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: опашка, каудално, каудалниот
Μεταφράσεις: опашка, каудално, каудалниот