Υιοθετώ στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: υιοθετώ, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
донесе, донесуваат, усвојат, усвои, да усвојат
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υιοθετώ
υιοθετώ αγγλικα, υιοθετώ αντώνυμο, υιοθετώ ένα παιδί, υιοθετω συνώνυμο, υιοθετώ μεταφραση, υιοθετώ λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, υιοθετώ στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- υιοθέτηση στα σλαβομακεδονικά - усвојување, донесување, посвојување, усвојувањето, донесувањето
- υιοθεσία στα σλαβομακεδονικά - усвојување, донесување, посвојување, усвојувањето, донесувањето
- υιός στα σλαβομακεδονικά - син, синот, син на, синот на
- υλισμός στα σλαβομακεδονικά - материјализам, материјализмот, на материјализмот, и материјализмот, материјализмот е
Τυχαίες λέξεις
Υιοθετώ στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: донесе, донесуваат, усвојат, усвои, да усвојат
Μεταφράσεις: донесе, донесуваат, усвојат, усвои, да усвојат