Υιοθετώ στα πορτογαλικά

Μετάφραση: υιοθετώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
a dotar, adoptar, adotar, adoptarem, adoptará, adopte
Υιοθετώ στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υιοθετώ

υιοθετώ αγγλικα, υιοθετώ αντώνυμο, υιοθετώ ένα παιδί, υιοθετω συνώνυμο, υιοθετώ μεταφραση, υιοθετώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, υιοθετώ στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • υιοθέτηση στα πορτογαλικά - aceitação, adopção, acolhimento, acolhida, admissão, adoção, aprovação, ...
  • υιοθεσία στα πορτογαλικά - acolhimento, adopção, acolhida, admissão, aceitação, adoção, aprovação, ...
  • υιός στα πορτογαλικά - filho, o filho, filho de
  • υλισμός στα πορτογαλικά - materialismo, o materialismo, do materialismo, materialista
Τυχαίες λέξεις
Υιοθετώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: a dotar, adoptar, adotar, adoptarem, adoptará, adopte