Λέξη: σφαδάζω
Συνώνυμα: σφαδάζω
κουλουριάζω, σπαρταρώ, συστρέφομαι
Μεταφράσεις: σφαδάζω
σφαδάζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
writhe, thrash about, thrash
σφαδάζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
retorcerse, writhe, retuercen, se retuercen, retorcimiento
σφαδάζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sich winden, writhe, winden, winden sich, krümmen
σφαδάζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tortiller, tordre, corder, tourner, se tordre, se tordent, tordent, contorsion
σφαδάζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
contorcersi, writhe, contorsione, si contorcono, contorcere
σφαδάζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
contorcer, writhe, se contorcer, contorção
σφαδάζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
worstelen, spartelen, writhe, verdraaien, verwringen
σφαδάζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
корчиться, скорчить, скорчиться, корежиться, корчить, корчится, райзинг
σφαδάζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
writhe
σφαδάζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vrida sig
σφαδάζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
luikerrella, rimpuilla, kiemurrella, vääntelehtiä
σφαδάζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vride, vride sig
σφαδάζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kroutit, svíjet, svíjet se, kroutit se, zmítat se
σφαδάζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cierpieć, zwijać, wić, skręcać, wykręcać, wić się
σφαδάζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vonaglik, gyötrődik, vonaglás, rángásokat, a rángásokat
σφαδάζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kıvranmak, acıdan kıvranmak, debelenmek
σφαδάζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пише, корчитися, корчитись, помучиться, корчитиметься
σφαδάζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dridhem, përdridhem, përpëlitje, përpëlitem
σφαδάζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гърчене, кривене, превиване, виене, мъча се
σφαδάζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
курчыцца
σφαδάζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
väänlema, visklema, piinlema, Kiemurrella, vingerdama
σφαδάζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
grčiti se, kinjiti se, migoljiti, grčiti, kinjiti
σφαδάζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
writhe
σφαδάζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
raitytis, sielotis, krimstis, raičiotis, kankintis
σφαδάζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
locīties
σφαδάζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
writhe
σφαδάζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
crispa, sufera ingrozitor, zvârcoli, se crispa, crispare din cauza durerii
σφαδάζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
writhe
σφαδάζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zvíjať, zvíjať od, vrtieť
Τυχαίες λέξεις