Λασπωμένος στα σουηδικά
Μετάφραση: λασπωμένος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
grumlig, lerig, leriga, lerigt, muddy, blöta
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λασπωμένος
λασπωμένος λεξικό γλώσσας σουηδικά, λασπωμένος στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- λαρυγγικός στα σουηδικά - guttural, gutturalt, gutturala, skorrande
- λασκάρω στα σουηδικά - slack off, slappa av, Startslack, skruva upp, slappa
- λασπωτήρας στα σουηδικά - stänkskärm, stänkskärmen, stänkskyddet, stänkskärmens, stänkskydd
- λασπώδης στα σουηδικά - grumlig, lerig, leriga, lerigt, muddy, blöta
Τυχαίες λέξεις
Λασπωμένος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: grumlig, lerig, leriga, lerigt, muddy, blöta
Μεταφράσεις: grumlig, lerig, leriga, lerigt, muddy, blöta